- Ιάβα
- (διεθν. Java Jawa). Νησί (127.569 τ. χλμ., 121.352.608 κάτ. το 2000) της Ινδονησίας, στο νότιο τμήμα του ινδονησιακού τόξου. Βρέχεται στα Β από τη θάλασσα της Ι. και στα Ν από τον Ινδικό ωκεανό, ενώ εκτείνεται σε μήκος που υπερβαίνει τα 1.000 χλμ. (το πλάτος, αντίθετα, ποικίλει από 50 έως 200 χλμ.), μεταξύ των νησιών Μπαλί στα Α και Σουμάτρας στα Δ, από την οποία χωρίζεται με το στενό της Σούνδης. Η Ι. είναι το πιο πολυάνθρωπο και σημαντικότερο νησί της χώρας, γιατί σε αυτό βρίσκονται, εκτός από την πρωτεύουσα Τζακάρτα, όλες οι κυριότερες πόλεις της χώρας.
Γεωγραφικά στοιχεία καικλίμα. Οι ακτές της I. είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος ψηλές και ευθείες στα Ν, πεδινές και δαντελωτές στα Β, όπου υπάρχουν πολλά λιμάνια (Τζακάρτα, Τσιρέμπον, Σεμαράνγκ, Σουραμπάγια κ.ά.). Σε όλο το μήκος του το νησί διασχίζεται από ένα σύστημα αναγλύφων, μεταξύ των οποίων και μερικές εκατοντάδες ηφαίστεια, τα οποία χωρίζονται από πεδινές λωρίδες ή από βαθύπεδα, που στα Β σχηματίζουν μία ευρεία και εύφορη πεδιάδα. Οι ηφαιστειακοί κώνοι είναι πολύ ψηλοί. Σπουδαιότεροι είναι, από τα Δ προς τα Α: Πανγκράνγκο (3.019 μ.), Τσικουράι (2.821 μ.), Τσερέμε (3.078 μ.), Σλάμετ (3.428 μ.), Σουντόρο (3.135 μ.), Σουμπίνγκ (3.371 μ.), Μερμπάμπου (3.142 μ.), Λαούου (3.265 μ.), Λίμαν (2.563 μ.), Σεμέρου (3.676 μ.), Αργκοπούρο (3.088 μ.) και Ράουνγκ (3.332 μ.).
Επειδή η υδροκριτική γραμμή βρίσκεται κοντά στις ακτές, οι ποταμοί έχουν γενικά μικρό μήκος, αλλά είναι πλούσιοι σε νερά. Σπουδαιότερος είναι ο Σόλο (540 χλμ.), ο οποίος διασχίζει τη βόρεια πεδινή έκταση.
To κλίμα της I. είναι γενικά ισημερινό, θερμό και υγρό, με μέτριες θερμικές διακυμάνσεις και άφθονες βροχές, αλλά μεταβάλλεται και γίνεται ηπιότερο ανάλογα με το υψόμετρο. Στο ανατολικό τμήμα είναι πιο ξηρό εξαιτίας της επίδρασης της αντικυκλωνικής αέριας μάζας της Αυστραλίας.
Παλαιότερα τη φυσική βλάστηση αποτελούσαν υγρά τροπικά δάση, που ήταν ιδιαιτέρως πλούσια εξαιτίας της ευφορίας του ηφαιστειογενούς εδάφους και των άφθονων βροχοπτώσεων. Σήμερα σχεδόν παντού υπάρχουν καλλιέργειες (μόνο το ένα τρίτο της έκτασης του νησιού δεν καλλιεργείται). Ανάλογα με το υψόμετρο διακρίνονται: μία λωρίδα έως τα 700 μ., η οποία καλύπτεται κατά το μεγαλύτερο μέρος από ορυζώνες και φυτείες κοκκοφοίνικων, ζαχαροκάλαμου και καουτσούκ· μία ζώνη από τα 700 έως περίπου τα 1.500 μ., με φυτείες καφέ, καπνού και τσαγιού· τέλος, μία έκταση πάνω από τα 1.500 μ., όπου εναλλάσσονται λιβάδια, βοσκότοποι και δάση, στα οποία είναι ακόμα άφθονη η πολύτιμη ξυλεία του τικ.
Πληθυσμός, πόλεις, οικονομία. Ο πληθυσμός, η πυκνότητά του οποίου συγκαταλέγεται στις υψηλότερες του κόσμου, είναι συγκεντρωμένος στη βόρεια πεδιάδα, όπου ξεπερνά, όπως για παράδειγμα στην επαρχία της Τζογκτζακάρτα, τους 937 κατ. ανά τ. χλμ. Κυριότερες πόλεις είναι η Τζακάρτα, η Μπαντούνγκ και η Σουραμπάγια. Ιδιαίτερα γνωστή είναι η λουτρόπολη Μπόγκορ (που άλλοτε ονομαζόταν από τους Ολλανδούς και Μπουίτενζοργκ), η οποία ιδρύθηκε το 1745 στους λόφους που βρίσκονται στα Ν της Τζακάρτα. Στην Μπόγκορ βρίσκεται ο περίφημος βοτανικός κήπος που ιδρύθηκε το 1817 και θεωρείται ένας από τους πλουσιότερους του κόσμου. Σημαντικά είναι τα λιμάνια Πεκαλόνγκαν, Τσιρέμπον (ή Τσερίμπον) στη θάλασσα της Ι. και κυρίως η Σεμαράνγκ, η πρωτεύουσα της επαρχίας της Κεντρικής Ι. (32.549 τ. χλμ.), που αποτελεί το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο. Άλλη πόλη με ιδιαίτερη σπουδαιότητα είναι η Σουρακάρτα (παλαιότερα ονομαζόταν Σόλο, γιατί βρίσκεται στον ομώνυμο ποταμό), έδρα πολυάριθμων βιομηχανιών τροφίμων, υφαντουργίας και μηχανουργίας καθώς και κέντρο βιοτεχνίας των περίφημων υφασμάτων μπατίκ. Η πόλη χωρίζεται σε αραβική, κινεζική και ευρωπαϊκή συνοικία (η τελευταία έχει έντονο ολλανδικό χρώμα). Η Τζογκτζακάρτα, που βρίσκεται στο κεντροανατολικό τμήμα του νησιού, είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (3.186 τ. χλμ.) και σημαντικό εμπορικό, ιστορικό και πνευματικό κέντρο (σε αυτή βρίσκεται το πανεπιστήμιο Γκατζάχ Μάντα). Αναπτύχθηκε γύρω από το ανάκτορο του σουλτάνου (18ος αι.) και ήταν προσωρινή πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Ινδονησίας από το 1946 έως το 1949. Επίσης, σημαίνοντα ρόλο στη ζωή του νησιού έχουν οι πόλεις Κεντίρι, που ήταν πρωτεύουσα ενός ινδοϊαβανικού βασιλείου από τον 11o έως τον 13o αι., η Μαντιούν, σημαντική αγορά μεταξύ Σουραμπάγια-Σουρακάρτα, και η Μαλάνγκ, η οποία αποτελεί μεγάλο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο.
Η οικονομία της I. βασίζεται κυρίως στη γεωργία. Τα κυριότερα προϊόντα που προορίζονται για εσωτερική κατανάλωση είναι το ρύζι, το οποίο αποτελεί τη βάση της διατροφής των κατοίκων, και το καλαμπόκι. Λιγότερη και ανεπαρκής για τις εσωτερικές ανάγκες είναι η παραγωγή μανιόκας, κηπευτικών, φρούτων και λαχανικών. Σχετικά αξιόλογη είναι η εξαγωγή καουτσούκ και ζαχαροκάλαμου, ενώ στην κλίμακα εξαγωγών ακολουθεί ο καφές (στην ανατολική ζώνη), το τσάι (στη δυτική), ο καπνός, ο κοκκοφοίνικας και τα μπαχαρικά. Η κινίνη καλλιεργείται πιο εντατικά στο υψίπεδο στα Ν του Μπαντούνγκ, σε υψόμετρο 1.500-1.800 μ. Όσον αφορά την κτηνοτροφία, εκτρέφονται κυρίως βούβαλοι, που χρησιμοποιούνται για τις εργασίες στους ορυζώνες, και βοοειδή για το γάλα και το κρέας. Μέτρια είναι η βιομηχανία ορυκτών, παρά τον πλούτο του υπεδάφους. Σε σχετικά σημαντικές ποσότητες εξάγεται μόνο το πετρέλαιο, το οποίο διυλίζεται στα εργοστάσια της Τιέπου και της Βονοκρόμο.
Σχεδόν όλη η ινδονησιακή βιομηχανία είναι συγκεντρωμένη στην Ι. Εκτός από τα πολυάριθμα εργοστάσια τροφίμων, υπάρχουν εργοστάσια ελαστικών (Μπόγκορ), κινίνης (Μπαντούνγκ), ένα χαλυβουργείο στην Τσιρέμπον, εργοστάσιο τσιμέντου, χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων κοντά στη Σουραμπάγια, ενώ λειτουργούν ναυπηγεία και μερικά υφαντουργεία, ανάμεσα στα οποία ένα μεγάλο εργοστάσιο βαμβακουργίας στην Πασουρούαν.
άβυσσος της Ι. Βαθιά εδαφική πτυχή του βυθού του ανατολικού Ινδικού ωκεανού, η οποία εκτείνεται με κατεύθυνση από τα ΒΔ προς τα ΝΑ, από τα ανοιχτά της Βιρμανίας έως ΝΑ, στο νησί Ι. της Ινδονησίας. Ονομάζεται και άβυσσος της Σούνδης. Έχει μήκος περίπου 2.900 χλμ. και σχηματίζεται από τις υποθαλάσσιες καταπτώσεις των νησιών Ανταμάν, Νικομπάρ και Σουμάτρα καθώς και της νότιας Ι. Στα νότια τμήματα της αβύσσου της Ι. έχουν εντοπιστεί τα μεγαλύτερα βάθη του Ινδικού ωκεανού (7.450 και 7.209 μ.). Τα κατώτερα τμήματά της καλύπτονται από ιζήματα γεωγενών και ηφαιστειογενών υλικών, το πάχος των οποίων φτάνει στο βόρειο τμήμα της έως 3 χλμ.
άνθρωπος της Ι. Κατηγορία πιθηκανθρώπων, απολιθωμένα οστά των οποίων βρέθηκαν σε διάφορες τοποθεσίες της Ι. Τα πρώτα απολιθωμένα λείψανα, που περιλάμβαναν κομμάτια του ανώτερου τμήματος του κρανίου και του κάτω σαγονιού, μερικά δόντια και ένα μηριαίο οστό, βρέθηκαν το 1889 από τον Ολλανδό E. Ντιμπουά στην περιοχή Τρινίλ. Αργότερα, από το 1937 έως το 1941, οι Γ. φον Κένιχσβαλντ και Φ. Βεντενράιχ ανακάλυψαν και άλλα λείψανα στην περιοχή του Σαντζιράν, τα οποία, αν και ανήκαν σε ον της οικογένειας των πιθηκανθρώπων, εικάζεται ότι προέρχονταν από διαφορετικό είδος από εκείνο της περιοχής του Τρινίλ.
Ο άνθρωπος της Ι. έζησε κατά τη διάρκεια της πλειστόκαινης υποπεριόδου και, όπως συμπεραίνεται από την κατασκευή του μηριαίου οστού του, περπατούσε όρθιος. Οι ανθρωπολόγοι διακρίνουν τρία είδη της κατηγορίας αυτής: τον homo erectus robustus της κατώτερης πλειστόκαινης, τον homo erectus erectus της μέσης πλειστόκαινης και τον homo erectus soloensis της ανώτερης πλειστόκαινης· και τα τρία αυτά είδη ανήκουν στην οικογένεια των πιθηκανθρωποειδών.
Ο σκελετός του ανθρώπου της Ι. ήταν βασικά ανθρωπόμορφος, ενώ η κατασκευή του κρανίου του χαρακτηριζόταν από μεικτά ανθρώπινα και πιθηκικά χαρακτηριστικά. Στα πρώτα περιλαμβάνεται η κατασκευή και η διάταξη των δοντιών και ο όγκος της κρανιακής κοιλότητας, ο οποίος στον homo erectus robustus και στον homo erectus erectus κυμαινόταν μεταξύ 860 έως 940 κ. εκ., ενώ στον homo erectus soloensis από 1.035 έως 1.225 κ. εκ., δηλαδή ήταν αισθητά μεγαλύτερος από αυτόν της κρανιακής κοιλότητας των πιθήκων. Τα πιθηκικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου της Ι. ήταν η ελάχιστη ή ανύπαρκτη επιφάνεια του μετώπου, τα προεκτατά υπερκόγχια γείσα και το ρύγχος καθώς και το στραμμένο προς τα μέσα πηγούνι. Επιπλέον, στα αρσενικά του είδους homo erectus robustus διατηρήθηκε, όπως και στους πιθήκους, το διάστημα μεταξύ του πάνω κοπτήρα και του κυνόδοντα, χαρακτηριστικό που έλειπε από τον homo erectus erectus και από τον homo erectus soloensis.
Ανεξάρτητα από το αν o άνθρωπος της Ι. αποτέλεσε ενδιάμεσο στάδιο στην εξέλιξη του ανθρώπου ή αν υπήρξε πλάγιος κλάδος αυτής της εξέλιξης, τοποθετείται, όπως και όλη η οικογένεια των πιθηκανθρωποειδών, στην ευρύτερη κατηγορία των προανθρωπιδών.
θάλασσα της Ι. Κλειστή θάλασσα (552.000 τ. χλμ.) του Ινδονησιακού αρχιπελάγους, ανάμεσα στον Ινδικό και στον Ειρηνικό ωκεανό, η οποία εκτείνεται μεταξύ των νησιών της Ι. στα Ν, της Σουμάτρας στα Δ και του Βόρνεο στα B, ενώ προς τα Α ορίζεται από τη θάλασσα Φλόρες. Έχει μήκος, από Α προς Δ, περισσότερο από 960 χλμ. και πλάτος, από B προς Ν, που φτάνει τα 320 χλμ.
Η θάλασσα της I. επικοινωνεί με τον Ινδικό ωκεανό μέσα από θαλάσσιους διαύλους, όπως το στενό της Σούνδης, μεταξύ Σουμάτρας και Ι., και τα στενά Μπαλί, Λόμποκ και Άλας, τα οποία σχηματίζονται από την αλυσίδα των νησιών που εκτείνονται A της Ι. To στενό του Μακασάρ στα BA, μεταξύ Κελέβης και Βόρνεο, και τα στενά Καριμάτα και Γκασπάρ, που σχηματίζονται στα ΒΔ ανάμεσα στα νησιά Βόρνεο, Μπέλιτουνγκ και Σουμάτρα, επιτρέπουν την επικοινωνία της θάλασσας της Ι. με τις θάλασσες της Κελέβης και της Κίνας, αντίστοιχα, στον νότιο Ειρηνικό. Στο εσωτερικό της θάλασσας της Ι. υπάρχουν πολλές συστάδες μικρών νησιών, όπως των Καρμουντζάβα, Μπαβέαν, Μασαλίμα κ.ά.
Το μέσο βάθος της υπολογίζεται στα 111 μ. Ο βυθός της καλύπτεται από άμμο και αμμώδη λάσπη. Η θερμοκρασία του νερού κυμαίνεται από 27° έως 29°C και η αλμυρότητά του από 29,5‰ έως 33,5‰. Στις ακτές δημιουργούνται δωδεκάωρες και εικοσιτετράωρες παλίρροιες, ενώ τα θαλάσσια ρεύματα που επικρατούν στην επιφάνεια κινούνται από A προς Δ τον χειμώνα και από Δ προς Α το καλοκαίρι.
Τα κυριότερα λιμάνια της θάλασσας της Ι. είναι η Τζακάρτα, το Σεμαράνγκ, η Σουραμπάγια, στα βόρεια παράλια της Ι., και το Μπαντζαρμασίν στο νότιο Βόρνεο. Οι κυριότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές για τους παράκτιους πληθυσμούς είναι η αλιεία του τόνου και της ρέγκας καθώς και η αλιεία των μαργαριταριών.
Η θάλασσα της Ι. αποτέλεσε σημαντική υδάτινη οδό εμπορίου για τους Ολλανδούς, από την πρώτη τους αποικιακή εγκατάσταση στο Ινδονησιακό αρχιπέλαγος κατά τα τέλη του 16ου αι. έως τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Τον Φεβρουάριο του 1942 συγκεντρώθηκε στη θάλασσα της I. ένας αριθμός ολλανδικών, αμερικανικών, αυστραλιανών και αγγλικών πολεμικών, σε μια προσπάθεια να αναχαιτίσουν την ιαπωνική επέκταση προς τα Ν. Η δύναμη αυτή, υπό τις διαταγές του Ολλανδού ναυάρχου Ντόρμαν, δεν υστερούσε σε αριθμό από τον στόλο του Ιάπωνα ναυάρχου Τακάζι, ο οποίος όμως υπερτερούσε σε ομοιογένεια και κυρίως σε αεροπορική κάλυψη.
Αρχικά χτυπήθηκαν τα αμερικανικά καταδρομικά Χιούστον και Μάρμπλεχεντ από την ιαπωνική αεροπορία, ενώ στις 27 Φεβρουαρίου μια απόπειρα του ναυάρχου Ντόρμαν να αναχαιτίσει τις εχθρικές αποβατικές νηοπομπές στα Β της Ι. στοίχισε στους Συμμάχους την απώλεια δύο αντιτορπιλικών και την αχρήστευση του αγγλικού καταδρομικού Εξέτερ. Η ναυμαχία συνεχίστηκε και στη διάρκεια της νύχτας με αποτέλεσμα τη σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή της συμμαχικής ναυτικής δύναμης και τον θάνατο του ναυάρχου Ντόρμαν, η ναυαρχίδα του οποίου βυθίστηκε. Τα καταδρομικά Χιούστον, Περθ και Εξέτερ βυθίστηκαν στη προσπάθειά τους να διαφύγουν από το στενό της Σούνδης. Η ναυμαχία αυτή σήμανε την κατάληψη της Ι. από τους Ιάπωνες.
Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με την Ι., βλ. λ. Ινδονησία.
Η ηφαιστειακή δράση είναι ιδιαίτερα αυξημένη στην Ιάβα· στη φωτογραφία, η λάβα από το ηφαίστειο Μεράπι (φωτ. ΑΠΕ).
Το μεγαλύτερο τμήμα της έκτασης στην Ιάβα καλύπτεται από ορυζώνες (φωτ. ΑΠΕ).
Αν και έχει μικρότερη έκταση από άλλα νησιά της Ινδονησίας, η Ιάβα είναι το σημαντικότερο νησί όλου του αρχιπελάγους και το πιο πυκνοκατοικημένο. Στη φωτογραφία, βοοειδή στις εργασίες των ορυζώνων.
Dictionary of Greek. 2013.